- ψαμαθηΐς
- -ΐδος, ἡ, Α1. αμμουδιά2. (ως επίθ. θηλ.) αμμώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμαθος «άμμος» + κατάλ. -ηΐς (πρβλ. χλωρ-ηΐς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψαμαθηίδα — ψαμαθηίς sandy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαμαθηίδας — ψαμαθηίς sandy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)